- μότημα
- μότ-ημα, ατος, τό,A store of linen, PRyl.153.30 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μότημα — μότημα, τὸ (Α) [μοτώ (Ι)] επίδεσμος από λινό ύφασμα 2. κατάστημα ή αποθήκη λινών υφασμάτων, ασπρόρουχων … Dictionary of Greek